χέλυος

χέλυος
χέλυς
tortoise
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… …   Dictionary of Greek

  • οινοδότης — οἰνοδότης και οἰνοδώτης, δωρ. τ. οἰνοδότας, ὁ (Α) 1. (για τον Βάκχο) αυτός που παρέχει οίνο («παρά τε Βρόμιον οἰνοδόταν παρά τε χέλυος ἑπτατόνου μολπάν», Ευρ.) 2. (για γιατρό) αυτός που παρέχει οίνο σε ασθενή ως φάρμακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”